- ουρεσιβώτης
- οὐρεσιβώτης, ὁ (Α)(ποιητ. τ.) αυτός που βόσκει στα όρη («θηρῶν, οὓς ὅδ' ἔχει χῶρος οὐρεσιβώτας», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. οὔρεσι τού οὖρος -εος (V), ιων. τ. τού όρος (ΙΙ) + -βώτης (< βόσκω), πρβλ. ιππο-βώτης].
Dictionary of Greek. 2013.