ουρεσιβώτης

ουρεσιβώτης
οὐρεσιβώτης, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που βόσκει στα όρη («θηρῶν, οὓς ὅδ' ἔχει χῶρος οὐρεσιβώτας», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. οὔρεσι τού οὖρος -εος (V), ιων. τ. τού όρος (ΙΙ) + -βώτης (< βόσκω), πρβλ. ιππο-βώτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οὐρεσιβώτας — οὐρεσιβώτᾱς , οὐρεσιβώτης feeding on the mountains masc acc pl οὐρεσιβώτᾱς , οὐρεσιβώτης feeding on the mountains masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”